ἀβούλως
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
French (Bailly abrégé)
adv.
avec irréflexion.
Étymologie: ἄβουλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀβούλως: безрассудно, необдуманно Her.