δυσέργως
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
French (Bailly abrégé)
adv.
paresseusement, péniblement.
Étymologie: δύσεργος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέργως: с трудом, вяло (κινεῖσθαι Plut.).