αἱματοποιητικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A blood-making, δύναμις τοῦ ἥπατος Gal.16.506:—also αἱμᾰτο-ποιός, 7.213, Sch.E.Hec.90.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ποιεῖν, παράγειν αἷμα, Γαλην.
Full diacritics: αἱμᾰτοποιητικός | Medium diacritics: αἱματοποιητικός | Low diacritics: αιματοποιητικός | Capitals: ΑΙΜΑΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: haimatopoiētikós | Transliteration B: haimatopoiētikos | Transliteration C: aimatopoiitikos | Beta Code: ai(matopoihtiko/s |
ή, όν,
A blood-making, δύναμις τοῦ ἥπατος Gal.16.506:—also αἱμᾰτο-ποιός, 7.213, Sch.E.Hec.90.
αἱμᾰτοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ποιεῖν, παράγειν αἷμα, Γαλην.