κροκοδειλίτης
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
German (Pape)
[Seite 1512] ὁ, = κροκόδειλος 2, Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
κροκοδειλίτης: -ου, ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κροκόδειλος ΙΙ.