πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.