μειλικτικός
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ή, όν, = foreg. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.233.
German (Pape)
[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.
Greek (Liddell-Scott)
μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.