ἁρπαγμός
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
ὁ,
A robbery, rape, Plu.2.12a; ἁ. ὁ γάμος ἔσται Vett.Val.122.1. 2 concrete, prize to be grasped, Ep.Phil.2.6; cf. ἅρπαγμα 2.
German (Pape)
[Seite 358] ὁ, das Rauben, Plut. educ. lib. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπαγμός: ὁ, ἁρπαγή, ληστεία, Πλούτ. 2. 12Α. 2) ἅρπαγμα, λεία, ὅς ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 6.