τοὐμόν
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
German (Pape)
[Seite 1132] att. zsgzgn statt τὸ ἐμόν.
Greek (Liddell-Scott)
τοὐμόν: τοὔμπᾰλιν, τοὐμποδών, τοὔμπροσθεν, τοὔμφῡλον, κατ’ Ἀττικ. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ ἐμόν, τὸ ἔμπαλιν, κτλ.