πατροτροφώ
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
πατροτροφέω, Μ
τρέφω τον πατέρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -τροφῶ (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφώ].