μεσοταγής
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
μεσοταγές, placed in the middle, (ἀριθμοί) lamb.in Nic.p.84 P.
German (Pape)
[Seite 140] ές, in der Mitte eingeordnet (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεσοτᾰγής: -ές, τεταγμένος, τοποθετημένος ἐν τῷ μέσῳ, Ἰάμβλ. ἐν Νικομ. σ. 119Α.
Greek Monolingual
μεσοταγής, -ές (Α)
αυτός που είναι ταγμένος, τοποθετημένος στο μέσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. ἐ-τάγ-ην), πρβλ. αρτιοταγής].