μονόχρως

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

German (Pape)

[Seite 206] ωτος, dasselbe, Arist. inc. 5, 6.

Greek Monolingual

μονόχρως, -ων (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρως (< χρώς, χρωτόςχρώμα»), πρβλ. λευκό-χρως, πολύ-χρως].