πολύδριον
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
τό, Dim. of πόλις, Sch.D.T.p.227 H. (as v.l.), Hsch. s.v. πολίχνια, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 662] τό, dim. zu πόλις, Phavorin., vgl. Spohn de extrem. parte Od. p. 132.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδριον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ πόλις, Α. Β. 857, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(υποκορ. τ.) μικρή πόλη, πολίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. κωμύδριον, σχολύδριον)].