νεκυηδόν
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
Adv. corpse-like, Euph.88, Sch. D.T.p.276H.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυηδόν: Ἐπίρρ., ὡς νεκρὸν σῶμα, ὡς λείψανον, Εὔφορ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 46. 14, Σχόλ. εἰς Διον. Θρ. ἐν τοῖς Ἀνεκ. Ὀξων. 4. 330, (νεκυδὸν κακῶς ἐν Α. Β. 941).
Greek Monolingual
νεκυηδόν (Α)
επίρρ. σαν νεκρό σώμα, σαν λείψανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κυκληδόν, λυκηδόν)].