ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
ὀνυχίτης, ό, θηλ. ὀνυχῖτις (Α)
είδος ημιπολύτιμου λίθου που μοιάζει με τον όνυχα («ὀνυχίτης λίθος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνυξ, -υχος (ΙΙ) + επίθημα -ίτης (πρβλ. ξυλίτης)].