ξυλίτης
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A like wood: name of a fish, Hsch.
II ξυλῖτις (sc. γῆ), ἡ, timber-bearing land, PPetr.3p.223 (iii B. C.), PCair.Zen.387.9 (iii B. C.), PLille 5.20 (iii B. C.); later ξ. χέρσος, opp. σπόριμος, PLond.2.267.99 (ii A. D.), BGU703.5 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 281] ὁ, holzähnlich, ein Fisch, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλίτης: -ου, ὁ, ὅμοιος πρὸς ξύλον· ὄνομα ἰχθύος παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ο (Α ξυλίτης, θηλ. ξυλῑτις, -ίτιδος)
νεοελλ.
1. χημ. αζωτούχα κυκλική και αρωματική ένωση, γνωστή και ως τρινιτρο-μ-ξυλόλιο, που χρησιμοποιείται ως ισχυρή εκρηκτική ύλη
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με ξύλο
2. ως ουσ. ονομασία ενός είδους ψαριού
3. το θηλ. ἡ ξυλῖτις
(ενν. γῆ) γη που αποφέρει ξυλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. λιμεν-ίτης / λιμεν-ῖτις). Ο τ. ξυλίτης ως ονομασία ψαριού είναι αμφίβολης προέλευσης και πιθ. οφείλεται στο χρώμα ή στη σκληρότητα του δέρματος του συγκεκριμένου ψαριού. Η λ. ξυλίτης ως νεοελλ. επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xylite].