πηγετός
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Full diacritics: πηγετός | Medium diacritics: πηγετός | Low diacritics: πηγετός | Capitals: ΠΗΓΕΤΟΣ |
Transliteration A: pēgetós | Transliteration B: pēgetos | Transliteration C: pigetos | Beta Code: phgeto/s |
ὁ, = παγετός, D.P.667.
[Seite 608] ὁ, = παγετός, Dion. Per. 667.
πηγετός: ὁ, παγετός, Διον. Π. 667.
ὁ, Α
ο παγετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + κατάλ. -ετός (πρβλ. πᾰγετός)].