φρεατορύκτης

Revision as of 12:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φρεατορύκτου, ὁ, = φρεωρύχος, EM799.41, Suid.

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, = φρεωρύχος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρεατορύκτης: -ου, ὁ, = φρεωρύχος, ὁ, ὀρύττων, σκάπτων φρέατα, Ἐτυμολ. Μέγ. 799. 41.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α
φρεατωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρορύκτης, τοιχορύκτης].