φρεωρύχος
English (LSJ)
(parox.), ον, for digging wells, σκεύη Plu.2.159c: Subst., ὁ φ. well-sinker, Them.Or.11.152c.—The forms φρεορυκτέω, φρεωρῠχ-ορύκτης, only in Suid.
German (Pape)
[Seite 1305] Brunnen grabend, ὁ φρ., der Brunnengräber, Plut. sept. sap. conv. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui creuse un puits ou des puits.
Étymologie: φρέαρ, ὀρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
φρεωρύχος: (ῠ) служащий для рытья колодцев (σκεύη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
φρεωρύχος: -ον, ὁ χρησιμεύων εἰς τὸ ὀρύσσειν φρέατα, σκεύη Πλούτ. 2. 159C· ὁ φρεωρύχος, ὁ ὀρύσσων φρέατα, «πηγαδᾶς», Θεμίστ. 152C. Οἱ τύποι φρεορυκτέω, -ορύκτης, μνημονεύονται παρὰ Σουΐδ., πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 232. Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 310.
Greek Monolingual
ο / φρεωρύχος, -ον, ΝΜΑ
το αρσ. ως ουσ. αυτός που έχει ως επάγγελμα την ανόρυξη φρεάτων, φρεατωρύχος
μσν.-αρχ.
φρεωρυχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].