νεκρορύκτης
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
νεκρορύκτου, ὁ, body-snatcher, Phleg.Fr.36.1 J. (pl.).
German (Pape)
[Seite 237] ὁ, der Leichen Ausgrabende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρορύκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξορύσσων, ἐκβάλλων ἐκ τῶν τάφων τοὺς νεκρούς, Φλέγων περὶ Θαυμασίων Ι.
Greek Monolingual
νεκρορύκτης, ὁ (Α)
αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχορύκτης, χρυσορύκτης].