νεκρορύκτης

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκρορύκτης Medium diacritics: νεκρορύκτης Low diacritics: νεκρορύκτης Capitals: ΝΕΚΡΟΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: nekrorýktēs Transliteration B: nekroryktēs Transliteration C: nekroryktis Beta Code: nekroru/kths

English (LSJ)

νεκρορύκτου, ὁ, body-snatcher, Phleg.Fr.36.1 J. (pl.).

German (Pape)

[Seite 237] ὁ, der Leichen Ausgrabende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρορύκτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξορύσσων, ἐκβάλλων ἐκ τῶν τάφων τοὺς νεκρούς, Φλέγων περὶ Θαυμασίων Ι.

Greek Monolingual

νεκρορύκτης, ὁ (Α)
αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχορύκτης, χρυσορύκτης].