φρεατωρύχος

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source

German (Pape)

[Seite 1304] = φρεωρύχος, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που σκάβει φρέατα, που ανοίγει πηγάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + -ωρύχος (< ὀρύσσω), πρβλ. τυμβ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].