πάνδουρος
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
[Seite 458] ὁ, = Vorigem, Hesych.
και φάνδουρος, ὁ, Α
η πανδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. πανδούρα].