πορφυρόστρωτος
English (LSJ)
πορφυρόστρωτον, spread with purple cloth, A.Ag. 910.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert d'un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.
Russian (Dvoretsky)
πορφῠρόστρωτος: устланный пурпурными тканями или коврами (πόρος Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθόστρωτος].
Greek Monotonic
πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.