πορφυρόστρωτος

Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

πορφυρόστρωτον, spread with purple cloth, A.Ag. 910.

German (Pape)

[Seite 686] mit Purpurdecken belegt, πόρος, Aesch. Ag. 884.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert d'un tapis de pourpre.
Étymologie: πορφύρα, στρώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρόστρωτος -ον [πορφύρα, στρώννυμι] met purper bedekt.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρόστρωτος: устланный пурпурными тканями или коврами (πόρος Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
στρωμένος με πορφυρά υφάσματα (α. «πορφυρόστρωτος πόρος», Αισχύλ.
β. «κλίνην πορφυρόστρωτον», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»), πρβλ. λιθόστρωτος].

Greek Monotonic

πορφῠρόστρωτος: -ον, στρωμένος με πορφυρό ύφασμα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρόστρωτος: -ον, ὁ ἐστρωμένος διὰ πορφυροῦ ὑφάσματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 910.

Middle Liddell

πορφῠρό-στρωτος, ον,
spread with purple cloth, Aesch.

English (Woodhouse)

strewn with purple cloth, strewn with purple