σεμνοπρεπής

Revision as of 11:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σεμνοπρεπές, solemn-looking, dignified, D.C.42.34, D.L.8.11 (both Sup.); τὸ σ., = σεμνοπρέπεια, D.C.68.31. Adv. σεμνοπρεπῶς Hdn.2.10.3.

German (Pape)

[Seite 871] ές, von würdigem, vornehmem Anstande, von Würde, Anstand im Aeußern, gravitätisch, anständig, geziemend, Sp., wie D. C. 42, 34 Hdn. 2, 10, 4.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνοπρεπής: -ές, ὁ ἔχων σοβαρὸν ἐξωτερικόν, μεγαλοπρεπής, Δίων Κ. 42. 34· τὸ σεμνοπρεπὲς = σεμνοπρέπεια, ὁ αὐτ. 68. 31. - Ἐπίρρ. -πῶς, Ἡρῳδιαν. 2. 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σεμνόπρεπος, -η, -ο, Ν
ο σεμνός και σοβαρός στους τρόπους του, στη συμπεριφορά του
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σεμνοπρεπές
η σεμνοπρέπεια.
επίρρ...
σεμνοπρεπώς / σεμνοπρεπῶς ΝΜΑ
με ευπρέπεια, με σοβαρότηταμέχρι Μάρκου σεμνοπρεπῶς διοικουμένη σεβάσμιος ἐφαίνετο», Ηρωδιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -πρεπής / -πρεπος (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής].