ἐμποδοστάτης
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ου, ὁ, (στῆναι)
A in the way, ib.1 Ch.2.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, im Wege stehend, hindernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστάτης: -ου, ὁ, (στῆναι) ὁ μεταξὺ τῶν ποδῶν ἄλλου ἱστάμενος, ὁ ἐμποδίζων, Ἑβδ. (Α Παραλειπ. Β΄, 7), Σουΐδ., Ἐκκλ.