αἱμοδόχος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ον,
A = αἱματοδόχος, EM84.41, Suid. s.v. αἱμνίον.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοδόχος: ον = αἱματοδόχος, Ἐτυμ. Μ. Σουΐδ.