κουροβόρος

Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

English (LSJ)

ον, devouring children, A.Ag.1512 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore (càd qui fait périr) les enfants.
Étymologie: κοῦρος, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουροβόρος -ον [κοῦρος, βιβρώσκω] kinderen verslindend; van verslonden kinderen:. δίκαν... πάχνᾳ κουροβόρῳ παρέξει hij zal gerechtigheid brengen voor het geronnen bloed van de verslonden kinderen Aeschl. Ag. 1512.

German (Pape)

Knaben fressend, Kinder mordend, Aesch. Ag. 1493.

Russian (Dvoretsky)

κουροβόρος: пожирающий детей Aesch.

Greek Monolingual

κουροβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει παιδιά, παιδοφάγος, παιδοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημοβόρος, θυμοβόρος].

Greek Monotonic

κουροβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει παιδιά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κουροβόρος: -ον, κατατρώγων παιδία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1512· ἴδε πάχνη.

Middle Liddell

κουρο-βόρος, ον βιβρώσκω
devouring children, Aesch.