δημοβόρος
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
δημοβόρον, devourer of the common stock, δ. βασιλεύς Il.1.231; of Caligula, Ph.2.561.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δημιο- Eust.1105.20
• Morfología: [poét. plu. dat. δημοβόροισι AP 2.358 (Christod.)]
devorador del pueblo e.e. de los bienes del pueblo βασιλεύς de Agamenón Il.1.231, cf. Orac.Sib.11.225, de Calígula, Ph.2.561, cf. AP l.c., Isid.Pel.Ep.M.78.844D, Eust.l.c., 1143.46.
German (Pape)
[Seite 563] das Volk verschlingend, d. h. die Güter des Volkes (βορός, βορά, βιβρώσκω), Apoll. Lex. Homer. p. 58, 11 δημοβόρος· ὁ τὰ τοῦ δήμου κοινὰ κατεσθίων; vgl. θυμοβόρος. Bei Homer δημοβόρος einmal, Iliad. 1, 231 wird Agamemnon von Achilleus δημοβόρος βασιλεύς genannt. Vgl. Iliad. 18, 301 καταδημοβορῆσαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui dévore le peuple, qui s'engraisse aux dépens du peuple.
Étymologie: δῆμος, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοβόρος -ον [δῆμος, βιβρώσκω] bezit van het volk verslindend.
Russian (Dvoretsky)
δημοβόρος: пожирающий народное достояние (βασιλεύς Hom.).
English (Autenrieth)
(βιβρώσκω): peopledevouring, epithet of reproach, Il. 1.231†.
Greek Monolingual
δημοβόρος, -ον (Α)
αυτός που κατατρώγει ή σφετερίζεται όσα ανήκουν στον δήμο («δημοβόρε βασιλεῡ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -βορος < βορά.
Greek Monotonic
δημοβόρος: -ον (βι-βρώσκω), αυτός που καταβροχθίζει τα δημόσια, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
δημοβόρος: -ον, ὁ κατατρώγων τὸν λαόν, τὰ δημόσια, δ. βασιλεύς Ἰλ. Α.231· ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ Καλιγούλα,Φίλων 2. 561· οὐσιαστ. δημοβορία, ἡ, Ἰω. Γενεσ. σ.76. 3 (ἐκδ. Βόνν.).