ἀντέμβασις
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
v. sub ἀντεμβαίνω.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, das Ineinandergehen, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντέμβᾰσις: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀντεμβαίνω.