ζῳογλύφος

Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, sculptor, AP12.56 (Mel.), 57 (Id.); cf. ζωγλύφος.

German (Pape)

[Seite 1143] ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11. 12 (XII, 56. 57).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sculpteur, statuaire.
Étymologie: ζωός, γλύφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῳογλύφος -ου, ὁ [ζῷον, γλύφω] beeldhouwer.

Russian (Dvoretsky)

ζῳογλύφος: (ῠ) ὁ ваятель, скульптор Anth.

Greek Monolingual

ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονογλύφος, τοκογλύφος].

Greek Monotonic

ζῳογλύφος: [ῠ], ὁ (γλύφω), γλύπτης που απεικονίζει με τη σμίλη του θέματα παρμένα από τη φύση, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζῳογλύφος: ὁ, γλύπτης ζῴων, Ἀνθ. Π. 12. 56, 57.

Middle Liddell

ζῳο-γλῠ́φος, ὁ, γλύφω
a sculptor, Anth.