κίλλαι
From LSJ
English (LSJ)
ἀστράγαλοι, ἢ ὄνοι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1438] ἀστράγαλοι ἢ ὄνοι, Hesych., s. κίλλος.
Greek Monolingual
κίλλαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αστράγαλοι, κότσια από πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κίλλος «όνος»].