ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
[Seite 216] zum Spott geneigt, spöttisch, Eust. 117, 16.
μυκτηριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ μυκτηρίζῃ, χλευαστικός, Εὐστάθ. 117, 16 (;).