μυκτηριστικός

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

German (Pape)

[Seite 216] zum Spott geneigt, spöttisch, Eust. 117, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηριστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ μυκτηρίζῃ, χλευαστικός, Εὐστάθ. 117, 16 (;).

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α μυκτηριστικός, -ή, -όν) μυκτηριστής
αυτός που έχει τάση να περιπαίζει, να περιγελά τους άλλους
νεοελλ.
εμπαικτικός, σκωπτικός.