Ὀποῦς

From LSJ
Revision as of 19:18, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann

Menander, Monostichoi, 506

French (Bailly abrégé)

Ὀποῦντος (ὁ, ἡ)
v. Ὀπόεις.

Russian (Dvoretsky)

Ὀποῦς: οῦντος ὁ Опунт (главный город Локриды Опунтской) Thuc. etc.

Greek Monolingual

Ὀποῦς και Ὀπόεις, ὁ (Α)
αρχαιότατη πόλη της Λοκρίδας, μητρόπολη τών ανατολικών Οπουντίων Λοκρών, που πήρε την ονομασία της από τον Οπούντα, γιο του Λοκρού, πατρίδα του Πατρόκλου και του Αίαντος του Οϊλέως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. ὀπόεις. Ο τ. Ὀποῦς με συναίρεση (βλ. λ. -όεις)].