ὀπόεις
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ὀπόεσσα, ὀπόεν,
A juicy, ἐρινοί Nic.Al.319.
II as placename, Opus, Il.2.531, IG9(1).334.33 (v B. C.), etc.; Ὀπούντιοι, οἱ, name of a section of the Locrians, Th.1.108, etc.; Locr. Ὁπούντιοι SIG597 B2; also Ὁπόντιοι IG9(1).334.39, and uncontr. Ὁποέντιος ib.7.393.2 (Oropus).
German (Pape)
[Seite 361] εσσα, εν, saftig, saftreich, Nic. Al. 318.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπόεις: εσσα, εν, πλήρης ὀποῦ, Νικ. Ἀλεξιφ. 319.
Greek Monolingual
ὀπόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.)
2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῦς
ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ' ἐνέμοντ' Ὀπόεντά τε Καλλίαρόν τε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + κατάλ. -όεις].