Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θρίναξ

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

(I)
θρῖναξ, -ακος, ὁ (Α)
γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη -ᾰξ. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό τρι- (< τρία), δηλ. < ΙE tri-snak- (πρβλ. αγγλ. snag «αιχμή») ή < ΙE trisn-ak- «με τρεις αιχμές» (πρβλ. άκρος). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το θρίον «φύλλο συκιάς»].
(II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinax (< αρχ. θρίναξ «τρικράνι», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].