κατάσκεπος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ον,
A v. κατάσκοπος 11.
German (Pape)
[Seite 1378] bedeckt, Schol. Opp. Hal. 3, 636.
Greek (Liddell-Scott)
κατάσκεπος: -ον, ἴδε ἐν λ. κατάσκοπος ΙΙ, κατεσκεπασμένος.