prefer
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. προτιμᾶν, προκρίνειν, V. προτίειν, P. προαιρεῖσθαι.
prefer to honour: P. and V. προτιμᾶν; see exalt.
prefer an accusation: P. γραφὴν ἀποφέρω, γραφὴν ἀποφέρειν (Dem. 423).
prefer one thing to another: P. and V. αἱρεῖσθαί (τι ἀντί τινος), P. (τι μᾶλλον ἤ τι), V. (τι πρόσθε τινός) (Euripides, Helen 952), προτιθέναι (or mid. in V.) (τί τινος) (Thuc. 3, 39), V. (τί ἀντί τινος or τι πάρος τινος), P. προτιμᾶν (τί τινος or τι ἀντί τινος), προαιρεῖσθαι (τί τινος or τι πρό τινος), V. προλαμβάνω, προλαμβάνειν (τι πρό τινος).
prefer war to peace: P. πόλεμον ἀντ' εἰρήνης μεταλαμβάνειν (Thuc. 1, 120).
prefer Aphrodite to Bacchus: V. τὴν Ἀφροδίτην πρόσθ' ἄγειν τοῦ Βακχίου (Euripides, Bacchae 225).
prefer not your words to mine: V. μὴ 'πίπροσθε τῶν ἐμῶν τοὺς σοὺς λόγους θῇς (Euripides, suppl. 514). Absol. with infin.: P. and V. βούλεσθαι μᾶλλον, V. βούλεσθαι alone (Euripides, Andromache 351).