τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth
[Seite 669] ὁ, p. = πολύπους, w. m. s.
πολύπος: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πολύπους, ὃ ἴδε.