πολύπος

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, p. = πολύπους, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπος: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πολύπους, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. πολύποδας.

Greek Monotonic

πολύπος: -ου, ὁ, ποιητ. αντί πολύπους.

Middle Liddell

πολύπος, ου, [poetic for πολύπους.]