ξύλον ἀγκύλον οὐδέποτ' ὀρθόν → a bent board is never straight
κοίτη, Hsch.; cf. ἰαύω.
ἴαυος: «κοίτη, ἀπὸ τοῦ ἰαύειν» Ἡσύχ.
ἴαυος (Α) ιαύωκοίτη, φωλιά.