αἱμόρρυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ῥέω)
A dripping blood, A.Fr.230:—poet. αἱμό-ρυτος, νόσος IG12(5).310 (Paros).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρρῠτος: -ον, (ῥέω) = ὁ αἷμα ῥέων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230: - ποιητ. αἱμόρυτος, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 384.
Full diacritics: αἱμόρρῠτος | Medium diacritics: αἱμόρρυτος | Low diacritics: αιμόρρυτος | Capitals: ΑΙΜΟΡΡΥΤΟΣ |
Transliteration A: haimórrytos | Transliteration B: haimorrytos | Transliteration C: aimorrytos | Beta Code: ai(mo/rrutos |
ον, (ῥέω)
A dripping blood, A.Fr.230:—poet. αἱμό-ρυτος, νόσος IG12(5).310 (Paros).
αἱμόρρῠτος: -ον, (ῥέω) = ὁ αἷμα ῥέων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 230: - ποιητ. αἱμόρυτος, Ἀνθ. Π. (παράρτ.) 384.