δακρύδιον
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
τό, Dim. of δύκρυ,
A = σκαμμωνία, Ps.-Dsc.4.170, cf.Alex. Trall.Febr.5.
German (Pape)
[Seite 519] τό, dim. zum vorigen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
δακρύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δάκρυ· ― παρὰ μεταγεν. ἰατρ., εἶδος καθαρτικοῦ κόμμεως, ὁ ὀπὸς τῆς σκαμμωνίας, κάθαρσις ἐκ τοῦ δακρυδίου Ἀλέξ. Τραλλ.