καμηληλάτης
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, der Kameeltreiber.
Greek Monolingual
ο
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλάτης, κωπ-ηλάτης].
[Seite 1316] ὁ, der Kameeltreiber.
ο
οδηγός καμήλας, καμηλιέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλάτης, κωπ-ηλάτης].