καίνωσις
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A renewal, ὧν ὑπέμεινε Ph.2.45 (v.l. -ισις) ; τῶν λόγων news, J.AJ18.6.10.
German (Pape)
[Seite 1296] ἡ, die Neuerung, Philo, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
καίνωσις: -εως, ἡ, ἀνανέωσις (λύπης), Φίλων 2. 45˙ νεωτερισμὸς (λόγων), Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 10.