ὀσφυαλγία

From LSJ
Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσφῠαλγία Medium diacritics: ὀσφυαλγία Low diacritics: οσφυαλγία Capitals: ΟΣΦΥΑΛΓΙΑ
Transliteration A: osphyalgía Transliteration B: osphyalgia Transliteration C: osfyalgia Beta Code: o)sfualgi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A lumbago, ib.606.

German (Pape)

[Seite 401] ἡ, Hüftschmerz, Hippocr.

Greek Monolingual

η (Α ὀσφυαλγία, ιων. τ. ὀσφυαλγίη) οσφυαλγής
πόνος στην οσφυϊκή χώρα, που μπορεί να ακτινοβολεί προς διάφορες κατευθύνσεις και ιδίως προς το ισχιακό νεύρο και ο οποίος οφείλεται σε μυοσκελετικές παθήσεις της σπονδυλικής στήλης ή σε νόσους του ουροποιογενετικού συστήματος.