Θρᾴκιος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
α, ον, Thracian, Th.5.10, etc.: Ion. Θρηΐκιος, η, ον, Il.10.559, Hdt.1.168 codd.:—contr. Θρῄκιος, -α, -ον (-ος, -ον E.Fr.369.4 (lyr.)), A.Ag.654, E.Hec.36:—Σάμος Θρηϊκίη, = Σαμοθράκη, Il.13.13. [Θρηῐκιος Hom.; Θρηῑκιος Phanocl.1.1, A.R.4.905.]
French (Bailly abrégé)
α, ον :
c. Θρᾳκικός.
Russian (Dvoretsky)
Θρᾴκιος: эп.-ион. Θρηΐκιος, поэт. тж. Θρῄκιος 3 фракийский Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Θρᾴκιος: -α, -ον, ἐκ Θρᾴκης, Θουκ., κλ.· Ἰων. Θρηΐκιος, η, ον, Ἰλ. Κ. 559, Ἡρόδ.· συνῃρ. Θρῄκιος, α, ον, Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 564, Εὐρ. Ἑκ. 36· Σάμος Θρῃϊκίη = Σαμοθρᾴκη, Ἰλ. Ν. 12. Θρηῐκιος παρ’ Ὁμ.· Θρηῑκιος, Φανοκλ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 14, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 903.
Greek Monolingual
ο, θηλ. Θρακιά Θράκη
αυτός που κατάγεται από τη Θράκη.
Greek Monotonic
Θρᾴκιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, σε Θουκ., κ.λπ.· Ιων. Θρηΐκῐος [ῐ], -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· συνηρ. Θρῄκιος, -α, -ον, σε Τραγ.· Σάμος Θρηϊκίη = Σαμοθρᾴκη, σε Ιλ.