ἐγκαινισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, = foreg., ib.1 Ma.4.56 (v.l. -ιασμός), Nu.7.10,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαινισμός: ὁ, καθιέρωσις, Ἑβδ. (1 Μακκ. δ΄, 56, πρβλ. ἐγκαίνια)· ὡσαύτως, ἐγκαίνισις, ἡ, καὶ ἐγκαίνισμα, τό, Ἑβδ. ΙΙ. πνευματικὴ ἀναγέννησις, Βασίλ.