θεόκτητος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ον,
A acquired by God, τρίποδες Aristonous 1.9.
German (Pape)
[Seite 1196] von Gott erworben, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
θεόκτητος: -ον, ὃν παρὰ θεοῦ κτᾶταί τις, Εὐστ. Πονημ. 233. 92.