ἐγκαταγηράσκω
From LSJ
English (LSJ)
A = ἐγγηράσκω, grow old in, τῇ ἀρχῇ Arist.Ath.17.1; ἐν πενίᾳ Plu.Phoc. 30; become inveterate in, Din.2.3:—also ἐγκατα-γηράω, ταῖς μοναρχίαις Them. Or.19.232c.
German (Pape)
[Seite 705] (s. γηράσκω), sein Alter bei Etwas zubringen, τινί, Plut. Phoc. 30; übh. = alt werden, πονηρία ἐγκαταγεγηρακυῖα Din. 2, 3.