ἐκδικητικός
English (LSJ)
ή, όν,
A revengeful, Tz.ad Lyc.406.
German (Pape)
[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.